- επιχλιαίνω
- ἐπιχλιαίνω (Α)1. θερμαίνω την επιφάνεια («ἐπιχλιάνας τὸν κηρόν», Λουκιαν.)2. παθ. ἐπιχλιαίνομαιέχω πυρετό («μετὰ κεφαλαλγίης τὸ ἐπιχλιαίνεσθαι ὀλέθριον», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπεχλιαίνετο — ἐπεχλῑαίνετο , ἐπιχλιαίνω warm on the surface imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεχλιαίνοντο — ἐπεχλῑαίνοντο , ἐπιχλιαίνω warm on the surface imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχλιαίνεσθαι — ἐπιχλῑαίνεσθαι , ἐπιχλιαίνω warm on the surface pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχλιαίνων — ἐπιχλῑαίνων , ἐπιχλιαίνω warm on the surface pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχλιήνας — ἐπιχλῑήνᾱς , ἐπιχλιαίνω warm on the surface aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)